- μουσουργία
- μουσουργίᾱ , μουσουργίαsingingfem nom/voc/acc dualμουσουργίᾱ , μουσουργίαsingingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μουσουργίᾳ — μουσουργίαι , μουσουργία singing fem nom/voc pl μουσουργίᾱͅ , μουσουργία singing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσουργία — η (ΑΜ μουσουργία, Α ιων. τ. μουσουργίη) [μουσουργός] νεοελλ. η σύνθεση μουσικών έργων μσν. αρχ. μελοποιία … Dictionary of Greek
μουσουργίας — μουσουργίᾱς , μουσουργία singing fem acc pl μουσουργίᾱς , μουσουργία singing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσουργίαν — μουσουργίᾱν , μουσουργία singing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσουργίης — μουσουργία singing fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσουργίῃ — μουσουργία singing fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
моусиискыи — (1*) пр. Мѹсииска˫а средн. мн. в роли с. Музыкальное и поэтическое творчество: пѣнье б҃огл(с)ное. ли почитанье. ли вниманье. ли велегл(с)ье. ли доброписанье. ли мусииска˫а. (μουσουργία) ФСт XIV, 134б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μελοποιία — η (Α μελοποιΐα) [μελοποιός] 1. η σύνθεση λυρικών, ποιημάτων 2. η μουσική επένδυση ποιημάτων ή στιχουργημάτων, η μουσουργία … Dictionary of Greek
μουσουργικός — ή, ό (ΑΜ μουσουργικός, ή, όν) [μουσουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσουργία 2. σχετικός με μωσαϊκό («μουσουργικαὶ ψηφίδες» ψηφίδες που προορίζονται για μωσαϊκό) … Dictionary of Greek